Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

βρίσκω άκρη

  • 1 разбираться

    разбир||а́ться
    1. (разобрать вещи, бумаги) τακτοποιώ, διευθετώ·
    2. (понимать) ἐν-νοω, καταλαβαίνω, βρίσκω ἄκρη:
    я в этом никак не могу́ разобраться δέν μπορώ νά βρώ ἀκρη· \разбиратьсяа́ться в вопросе ξεκαθαρίζω ἕνα ζήτημα.

    Русско-новогреческий словарь > разбираться

  • 2 разобрать

    разобрать 1) (на части) ξεχωρίζω 2) (привести в порядок) ταχτοποιώ 3) (вопрос, дело) εξετάζω, συζητώ \разобраться ξεκαθαρίζω, βρίσκω άκρη; καταλαβαίνω (понять)
    * * *
    1) ( на части) ξεχωρίζω
    2) ( привести в порядок) ταχτοποιώ
    3) (вопрос, дело) εξετάζω, συζητώ

    Русско-греческий словарь > разобрать

  • 3 разобраться

    ξεκαθαρίζω, βρίσκω άκρη; καταλαβαίνω ( понять)

    Русско-греческий словарь > разобраться

  • 4 добиться

    доби́ться
    сов κατορθώνω, πετυχαίνω:
    \добиться успехов ἔχω ἐπιτυχίες, πετυχαίνω· \добиться согласия πετυχαίνω τή συγκατάθεση· \добиться своего πετυχαίνω τό σκοπό μου· \добиться победы νικῶ· \добиться то́лку καταφέρνω νά μάθω, βρίσκω ἄκρη.

    Русско-новогреческий словарь > добиться

  • 5 расхлебать

    расхлебать
    сов, расхлебывать несов перен разг ξεμπλέκω, βρίσκω ἄκρη:
    (сам) заварил кашу, сам и расхлебывай погов. ἐσύ τά μπέρδεψες, ἐλα τώρα νά τά ξεμπλέξεις.

    Русско-новогреческий словарь > расхлебать

  • 6 гибель

    θ.
    καταστροφή, θάνατος, χαμός, όλεθρος• απώλεια•

    гибель помпеи η καταστροφή της Πομπηίας•

    гибель самолета συντριβή του αεροπλάνου•

    гибель корабля συντριβή (βύθιση) πλοίου, το ναυάγιο•

    гибель надежи απώλεια των ελπίδων•

    идти на верную гибель βαδίζω προς σίγουρο θάνατο, πηγαίνω πατά χαμό•

    найти свою гибель βρίσκω το θάνατο μου•

    трагическая гибель τραγικός θάνατος•

    обречь на гибель καταδικάζω στην καταστροφή (στο χαμό).

    (απλ.) πλήθος•

    народу гибель будет θα είναι πλήθος λαού (ανθρωποθάλασσα)•

    гибель комаров στίφος κουνουπιών•

    гибель денег χρήμα (παράς) μέ ουρά.

    εκφρ.
    быть ή находиться на краю гибели – είμαι, βρίσκομαι στο χείλος της αβύσσου (της καταστροφής), στην άκρη στο γκρεμό.

    Большой русско-греческий словарь > гибель

  • 7 отскочить

    -очу, -очишь
    ρ.σ.
    1. αναπηδώ, τινάζομαι, (ξε)πετάγομαι•

    отскочить назад πετάγομαι πίσω•

    отскочить в сторону πετάγομαι στην άκρη (στο πλάι)•

    мяч -ил от стены το τόπι χτυπώντας στον τοίχο, τινάχτηκε πίσω.

    2. αποχωρίζομαι, αποσπώμαι απότομα•

    пуговица -ла το κουμπί κόπηκε απότομα.

    3. συναντώ άρνηση, δε βρίσκω απήχηση•

    все благоразумные доводы от него -ли όλα τα λογικά επιχειρήματα δε βρήκαν καμιά απήχηση σ αυτόν.

    Большой русско-греческий словарь > отскочить

См. также в других словарях:

  • άκρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 950 μ., 221 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ελασσόνος του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αντιχασίων. * * * και άκρα, η (Α ἄκρη και ἄκρα) (Ν και άκρια) 1. το έσχατο όριο ή σημείο πράγματος ή εκτάσεως (σε αντιδιαστολή …   Dictionary of Greek

  • ανάκατα — τροπ. επίρρ., άτακτα, άνω κάτω: Ανάκατα τα έβαλες τα βιβλία και δε βρίσκω άκρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τερθρεύομαι — Α κάνω χρήση σοφιστικής, σχολαστικής λεπτολογίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρθρον με αρχική σημ. «άκρο, τέρμα, σημείο αιχμής». Το ρ. χρησιμοποιήθηκε με μεταφορική σημ. για να δηλώσει την εξονυχιστική, σχολαστική ενασχόληση με ένα θέμα (πρβλ. γερμ.… …   Dictionary of Greek

  • πάτος — (I) ὁ, ΝΜΑ, και πάτος, τὸ, Μ η ενέργεια τού πατῶ, το πάτημα νεοελλ. 1. το κατώτατο, το πιο χαμηλό μέρος ενός πράγματος, η βάση 2. στον πληθ. οι πάτοι α) οι σόλες, τα καττύματα τών παπουτσιών β) τα εσωτερικά υποστρώματα τών παπουτσιών 3. μτφ. το… …   Dictionary of Greek

  • οικονομώ — οικονόμησα, οικονομήθηκα, (οι)κονομημένος 1. αποταμιεύω, βάζω στην άκρη χρήματα. 2. εξοικονομώ, προμηθεύομαι, βρίσκω: Πού το οικονόμησες αυτό το βιβλίο; 3. προμηθεύω, εφοδιάζω κάποιον με κάτι: Θα σου οικονομήσω μερικά χρήματα. 4. εξυπηρετώ,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραπέφτω — παράπεσα, παραπεσμένος 1. πέφτω συχνά: Τελευταία παραπέφτει το παιδί και δεν μπορώ να καταλάβω το γιατί. 2. πέφτω παράμερα, στην άκρη: Κάπου παράπεσε το έγγραφο και δεν το βρίσκω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»